- μύσταξ
- ο (Α μύσταξ και, σπαν. βύσταξ, -ακος)1. μουστάκι, το πυκνό τρίχωμα στο άνω χείλος τών ανδρών2. αραιές τρίχες, νημάτια που φυτρώνουν στο πάνω χείλος ζώων, όπως τής γάτας, τής τίγρης, ή ψαριών, όπως τής τρίγλης, τού μπαρμπουνιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μύσταξ, σχηματισμένη κατά το μάσταξ, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mu- «μουρμουρίζω, μίμηση τού ήχου που παράγεται με σφιγμένα τα χείλια» και συνδέεται με τη τ. μύλλον «χείλος». Ο σπανιότερος τ. βύσταξ αποτελεί πιθ. παρεφθαρμένο τ. τού μύσταξ].
Dictionary of Greek. 2013.